- επιλαις
- ἐπιλαΐςἐπι-λᾱΐς-ΐδος ἥ (= ὑπολαΐς См. υπολαις) малиновка или пеночка (Hypolais icterina или Saxicola oenanthe) Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιλαΐς — ἐπιλαΐς, ἡ (Α) ονομασία πουλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λάας «πέτρα»] … Dictionary of Greek
Ἐπιλάιδος — Ἐπιλάις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Epiláis — EPILÁIS, ĭdis, Gr. Ἐπιλάις, ιδος, eine von des Thespius funfzig Töchtern, mit welcher Herkules den Astya naktes zeugete. Apollod. l. II. c. 7. §. 8 … Gründliches mythologisches Lexikon
υπολαΐς — η / ὑπολαΐς, ίδος, ΝΑ, και ὑπολωΐς και ὑποληΐς Α νεοελλ. ζωολ. γένος εντομοφάγων στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας συλβιίδες ή μουσκικαπίδες, γνωστών με την κοινή γενική ονομασία στριτσίδα αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπολαΐς ὄρνις τις τῶν… … Dictionary of Greek